Ο Νικηταράς γεννήθηκε περί το 1787 «εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα (Αναστάσοβα) αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα.», όπως διηγείται στα απομνημονεύματά του. «Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ εναν κουνιάδο μου.» θα αφηγηθεί σε άλλο σημείο.

Πρωταγωνίστησε στη μάχη στο Βαλτέτσι, στην άλωση της Τριπολιτσάς και σε άλλες μάχες στην Στερεά Ελλάδα, αλλά η πολεμική του αρετή αναδείχθηκε στα Δολιανά (18 Μαΐου 1821), όπου απόκτησε το όνομα του  «Τουρκοφάγου» και στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822). Φημολογείται πως στην τελευταία χτυπούσε με τέτοια δύναμη το σπαθί ώστε έσπασε τρεις πάλες (σπαθί σαν δρεπάνι), το χέρι του μαρμάρωσε και δεν μπορούσε να αφήσει την πάλα.

Το 1823 με την έναρξη των εμφύλιων μαχών, τάχθηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη εναντίον της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Ήταν όμως ο μόνος τον οποίο προσέγγισαν για να τον πάρουν με το μέρος της. Ακολούθησε συμφιλιωτική στάση. Μετά την επικράτηση των κυβερνητικών κατέφυγε στο Μεσολόγγι, όπου πολέμησε κατά τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας εναντίον του Κιουταχή.

Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα, διορίστηκε υπασπιστής του Καποδίστρια, ενώ επί της βασιλείας του Όθωνα κατηγορήθηκε για συνομωσία εναντίον του. Το 1839 φυλακίστηκε στην Αίγινα όπου υπέστη βασανισμούς και εξευτελισμούς. Αποφυλακίστηκε έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια μετά από παρεμβάσεις του Μακρυγιάννη, αλλά η υγεία του  ήταν κλονισμένη.

Το 1843, του απονέμεται από τον Όθωνα ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μια πενιχρή σύνταξη. «Η τότε αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε άδειες για τα αποδοτικά πόστα ζητιανάς, του επέτρεπε να επαιτεί κάθε Παρασκευή!».

Ο Γεώργιος Τερτσέτης, ζακυνθινός ποιητής και δικαστής στη δίκη των Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα (Μάιος 1834), γράφει τα απομνημονεύματα του Νικηταρά το χειμώνα του 1836. Όταν ρωτήθηκε από το Τερτσέτη γιατί ήταν φτωχός και δεν έπαιρνε λάφυρα από τις μάχες, του απάντησε: «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω!».

Ο Νικηταράς έφυγε από τη ζωή στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 67 ετών. Ζήτησε να ταφεί πλάι στον Θ. Κολοκοτρώνη στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών.

 

Βιβλιογραφία

Αγαπητός Σ. Αγαπητός (1877). «Οι Ένδοξοι Έλληνες του 1821, ή Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος». Τυπογραφείον Α. Σ. Αγαπητού, Εν Πάτραις. 

Εφημερίδα ΠΥΡΡΟΣ, φ. 59

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ’, 1975